Дешёвка στα ελληνικά

Μετάφραση: дешёвка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό
Дешёвка στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • дециметр στα ελληνικά - δέκατο μέτρου, δεκατομέτρου, δεκατόμετρο
  • дешеветь στα ελληνικά - γίνομαι, χαμηλός, αρμόζω, φτηναίνω, εξευτελίζουν, εξευτελίσουν, φθηνύνουν
  • дешевле στα ελληνικά - φτηνότερος, φθηνότερα, φθηνότερη, φθηνότερο, φθηνότερες
  • дешево στα ελληνικά - χαμηλός, συνήθως, κοινώς, κοινά, φτηνός, φτηνές, φθηνά, ...
Τυχαίες λέξεις
Дешёвка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό