Λέξη: ασθενής
Σχετικές λέξεις: ασθενής
ασθενής με mers, ασθενής και ωδιπόρος, ασθενής σε καταστολή, ασθενής και, ασθενής με αφασία ακούει τους γιατρούς να συζητούν για τη δωρεά των οργάνων του, ασθενής και οδοιπόρος, ασθενής αλληλεπίδραση, ασθενής του βερολίνου, ασθενής με aids λιώνει σαν το κερί
Συνώνυμα: ασθενής
άρρωστος, πάσχων, ασταθής, ανάπηρος, αδιάθετος, υπομονητικός, υπομονετικός, νοσηλευόμενος, μάταιος, άσκοπος, άνευ μυελού
Μεταφράσεις: ασθενής
ασθενής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
patient, ill, sick, weak, patient is
ασθενής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
paciente, sufrido, pacientes, del paciente, los pacientes, el paciente
ασθενής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geduldig, patient, Patient, Patienten, Patientin
ασθενής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
malade, patient, patients, des patients, patiente
ασθενής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
paziente, pazienti, del paziente, dei pazienti
ασθενής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paciente, paciência, doente, pacientes, do paciente, doentes
ασθενής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
patiënt, zieke, geduldig, de patiënt, patiënten, patient
ασθενής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
больной, пациент, терпеливый, раненый, пациента, пациенту, терпеливы
ασθενής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tålmodig, pasient, pasienten, pasientens
ασθενής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
patient, tålig, tålamod, patienten, patientens, patienter, tålmodig
ασθενής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
potilas, sopuisa, kärsivällinen, potilaan, potilaalle, potilaiden
ασθενής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tålmodig, patient, patienten, patientens
ασθενής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trpělivý, nemocný, pacient, pacienta, trpěliví, pacientovi, pacientka
ασθενής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kuracjuszka, kuracjusz, pacjent, cierpliwy, chory, pacjenta, cierpliwość
ασθενής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
páciens, beteg, betegek, betegnek, beteget
ασθενής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sabırlı, hasta, hastanın, hastada, hastaya
ασθενής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
терпеливий, пацієнт, хворий, терплячий, поранений
ασθενής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i durueshëm, pacient, pacienti, durueshëm, pacientit
ασθενής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пациент, търпелив, пациента, пациентите, на пациентите
ασθενής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пацыент
ασθενής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kannatlik, patsient, patsiendi, patsiendile, patsientide, patsiendil
ασθενής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strpljivim, uporan, pacijentu, pacijenta, pacijent, bolesnik, strpljivi
ασθενής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjúklingur, sjúklingurinn, sjúklingi, sjúklingnum, sjúklinginn
ασθενής στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
patiens
ασθενής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ligonis, pacientas, pacientui, paciento, pacientų, kantrūs
ασθενής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pacients, pacietīgs, pacientam, pacienta, pacietīgi
ασθενής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пациентот, пациент, пациентите, трпеливи, пациенти
ασθενής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pacient, pacientului, pacientul, pacienților, pacientilor
ασθενής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bolnik, bolnika, pacient, potrpežljivi, bolniku
ασθενής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pacient, nemocný, pacientov, pacienta, pacienti
Στατιστικά δημοτικότητας: ασθενής
Τυχαίες λέξεις