Дубовый στα ελληνικά

Μετάφραση: дубовый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χονδροειδής, πυκνός, πληκτικός, μουχρός, μουντός, βαρετός, αγροίκος, δρυς, δρύινα, βελανιδιάς, δρυός, βελανιδιά
Дубовый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дубняк στα ελληνικά - oakery
  • дубоватый στα ελληνικά - χαζός, βαρετός, μουντός, αγροίκος, χονδροειδής, πυκνός, μουχρός, ...
  • дубонос στα ελληνικά - είδος σπίνου
  • дубрава στα ελληνικά - ξύλο, Dubrava, Ντουμπράβα, της Dubrava
Τυχαίες λέξεις
Дубовый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χονδροειδής, πυκνός, πληκτικός, μουχρός, μουντός, βαρετός, αγροίκος, δρυς, δρύινα, βελανιδιάς, δρυός, βελανιδιά