Λέξη: υποκύπτω
Σχετικές λέξεις: υποκύπτω
υποκύπτω μετάφραση, υποκύπτω στα γαλλικα, υποκύπτω αγγλικα, υποκύπτω english, υποκύπτω συνώνυμα, υποκύπτω ετυμολογια, προκύπτω λεξικό
Συνώνυμα: υποκύπτω
κυρτώ, υποχωρώ, υποκλίνομαι, βυθίζομαι, κοιλαίνω, παραιτώ, παραχωρώ, παραιτούμαι, παραδίνω, ενδίδω, υπείκω, σέβομαι
Μεταφράσεις: υποκύπτω
υποκύπτω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
succumb, bow, resign, cave, give in
υποκύπτω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sucumbir, arco, proa, arco de, lazo, el arco
υποκύπτω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterliegen, erliegen, Bogen, Bug, Schleife, Verbeugung
υποκύπτω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soumettre, succinct, céder, plier, affaisser, arc, proue, avant, archet, bow
υποκύπτω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arco, fiocco, prua, dell'arco, l'arco
υποκύπτω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arco, curva, proa, bow, arco de
υποκύπτω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezwijken, boog, boeg, strik, strijkstok, bow
υποκύπτω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поддаться, уступить, умереть, лук, бант, носовой, поклон, смычка
υποκύπτω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bue, bow, baugen, baug, buen
υποκύπτω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
båge, fören, rosett, bågen, pilbåge
υποκύπτω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
menehtyä, sortua, jousi, keula, bow, keulan, rusetti
υποκύπτω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bue, sløjfe, bøje, stævnen, bow
υποκύπτω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podléhat, podřídit, podlehnout, ustoupit, luk, příď, úklona, bow, přídě
υποκύπτω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ulegać, poddawać, łuk, dziób, smyczek, kokarda, dziobu
υποκύπτω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
íj, íjat, orr, meghajolt, bow
υποκύπτω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yay, pruva, bow, baş, yayı
υποκύπτω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
померти, поступитись, піддатись, поступитися, лук, цибулю, цибуля
υποκύπτω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hark, harku, harkun, përkulet, harku i
υποκύπτω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лък, поклон, лъка, носовата, лъка си
υποκύπτω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лук, цыбулю, цыбуля
υποκύπτω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alistuma, vibu, vööri, vöörist, vöör, vööril
υποκύπτω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
klonuti, umrijeti, podleći, luk, pramac, naklon, gudalo, mašna
υποκύπτω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bogi, Bow, boga, boginn, borar
υποκύπτω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lankas, svogūnai, laivapriekio, bow, lanko
υποκύπτω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
loks, priekšgala, kuģa priekšgala, bow, kuģa priekšgals
υποκύπτω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лак, поклонат, Топлинска, поклон, лакот
υποκύπτω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arc, arcul, prova, funda, plecăciune
υποκύπτω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lok, bow, premcu, premca, ločna
υποκύπτω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
luk, lúk, bow
Τυχαίες λέξεις