Заболеть στα ελληνικά
Μετάφραση: заболеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχίζω, πόνος, λαχταρώ, πονώ, αρρωσταίνουν, αρρωστήσουν, αρρωστήσετε, αρρωστήσει, σε περίπτωση ασθένειας
Μεταφράσεις
- заболевать στα ελληνικά - εκπίπτω, πτώση, πέφτω, αηδιάζω, αρρωσταίνω, αρρωσταίνει, αρρωσταίνουν, ...
- заболевший στα ελληνικά - νοσούντων, άρρωστα, νοσούντα, άρρωστο, νοσούν
- заболонь στα ελληνικά - υπό τον χυμόν ξύλον, σομφό, σομφός, σομφόξυλο, έχει αφαιρεθεί ο σομφός
- заболотить στα ελληνικά - βάλτος, έλος, κατακλυσθεί, κατακλύζεται, κατακλύζονται, πλημμυρισμένο, πλημμυρίσει
Τυχαίες λέξεις
Заболеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχίζω, πόνος, λαχταρώ, πονώ, αρρωσταίνουν, αρρωστήσουν, αρρωστήσετε, αρρωστήσει, σε περίπτωση ασθένειας
Μεταφράσεις: αρχίζω, πόνος, λαχταρώ, πονώ, αρρωσταίνουν, αρρωστήσουν, αρρωστήσετε, αρρωστήσει, σε περίπτωση ασθένειας