Λέξη: χειρουργός

Σχετικές λέξεις: χειρουργός

χειρουργός οδοντίατρος δέσποινα κωστομοίρη, χειρουργός μαστού θεσσαλονίκη, χειρουργός οφθαλμίατρος γιώργος χρονόπουλος, χειρουργός ενδοκρινών αδένων, χειρουργός οδοντίατρος, χειρουργός σπονδυλικής στήλης, χειρουργόσ μαστού, χειρούργος ή χειρουργός, χειρουργόσ ουρολόγοσ ανδρολόγοσ, χειρουργός ουρολόγος, πλαστικός χειρουργός

Μεταφράσεις: χειρουργός

χειρουργός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
surgeon, a surgeon, surgeon is

χειρουργός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
quirurgo, cirujano, cirujano de, el cirujano, médico, del cirujano

χειρουργός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
chirurgin, chirurg, Chirurg, Chirurgen, Operateur, Arzt

χειρουργός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enflé, chirurgien, médecin, le chirurgien, chirurgien de, chirurgiens

χειρουργός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chirurgo, medico, chirurgo di, il chirurgo

χειρουργός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cirurgião, superfície, médico, cirurgião de, cirurgia, do cirurgião

χειρουργός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heelmeester, chirurg, arts, de chirurg

χειρουργός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хирург, хирурга, хирургом, врач, хирургу

χειρουργός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kirurg, kirurgen, legen, kirurgens

χειρουργός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kirurg, kirurgen, kirurgens

χειρουργός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirurgi, kirurgin, surgeon, kirurgille

χειρουργός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kirurg, kirurgen, kirurgens

χειρουργός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chirurg, lékař, chirurga, lékaře, chirurgem

χειρουργός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
felczer, chirurg, chirurga, chirurgiem, lekarz, lekarza

χειρουργός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajóorvos, sebész, orvos, sebésznek, sebészt

χειρουργός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cerrah, cerrahın, cerrahı, bir cerrah

χειρουργός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
військовий, хірург, воєнний, хирург

χειρουργός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kirurg, kirurgu, kirurg i, kirurgu i

χειρουργός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хирург, лекар, хирурга, хирургът

χειρουργός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хірург

χειρουργός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirurg, kirurgi, kirurgile, surgeon

χειρουργός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kirurg, hirurg, kirurga, liječnik, kirurgu

χειρουργός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skurðlæknir, skurðlækni, skurðlæknirinn

χειρουργός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
chirurgas, gydytojas, gydytojo, chirurgai, surgeon

χειρουργός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķirurgs, ķirurgam, ķirurgu, ķirurga

χειρουργός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хирургот, хирург

χειρουργός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chirurg, chirurgul, chirurgului, medic, medicul

χειρουργός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kirurg, surgeon, kirurga

χειρουργός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chirurg, stomatológ, pediater

Στατιστικά δημοτικότητας: χειρουργός

Τυχαίες λέξεις