Заполненный στα ελληνικά
Μετάφραση: заполненный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενός, σφιχτός, πλήρης, μεστός, ολικός, γεμάτος, Γεμιστές, γεμάτους, Συμπληρώνεται η, γεμάτο, γεμισμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аннулирует στα ελληνικά - ακυρώνει, ακυρώσει, ακυρώνεται, καταργεί, ακυρώσει την
- априорность στα ελληνικά - apriority
- валун στα ελληνικά - κοτρόνι, χαλάσματα, μπάζα, ογκόλιθος, Boulder, ογκόλιθο, τεράστιο βράχο, ...
- второкурсник στα ελληνικά - δευτεροετής φοιτητής, δευτεροετών φοιτητών, δευτεροετή φοιτητή, δευτεροετής, sophomore
Τυχαίες λέξεις
Заполненный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενός, σφιχτός, πλήρης, μεστός, ολικός, γεμάτος, Γεμιστές, γεμάτους, Συμπληρώνεται η, γεμάτο, γεμισμένο
Μεταφράσεις: στενός, σφιχτός, πλήρης, μεστός, ολικός, γεμάτος, Γεμιστές, γεμάτους, Συμπληρώνεται η, γεμάτο, γεμισμένο