Λέξη: αμετάκλητος

Σχετικές λέξεις: αμετάκλητος

αμετάκλητος αντώνυμο, αμετάκλητος συνώνυμο, αμετάκλητος αγγλικά, αμετάβλητος συνώνυμα

Συνώνυμα: αμετάκλητος

ανέκκλητος, αμετάτρεπτος

Μεταφράσεις: αμετάκλητος

αμετάκλητος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
irreversible, irrevocable, unrevoked, irreversibility, finality

αμετάκλητος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
irreversible, irrevocable, irrevocables, irrevocable de, e irrevocable

αμετάκλητος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
irreversibel, unabänderlich, unwiderruflich, unwiderrufliche, unwiderruflichen, unwiderrufliches, unwiderruflicher

αμετάκλητος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
péremptoire, irrévocable, irréversible, fatal, irrévocables, irrévocablement, et irrévocable

αμετάκλητος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
irreversibile, irrevocabile, irrevocabili, irrevocabile di, inappellabile

αμετάκλητος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
irrevogável, irrevogáveis, irreversível, licença irrevogável

αμετάκλητος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onherroepelijk, onherroepelijke, onherroepelijk is

αμετάκλητος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безвозвратный, непреложный, неотменяемый, необратимый, нереверсивный, нерушимый, односторонний, безотзывный, безотзывным, безотзывной, безотзывное, безотзывную

αμετάκλητος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ugjenkallelig, ugjenkallelige, uoppsigelig, irreversibel

αμετάκλητος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oåterkallelig, oåterkalleligt, oåterkalleliga, oåterkalleligen

αμετάκλητος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peruuttamaton, peruuttamattoman, peruuttamattomasti, peruuttamattomat, peruuttamattomia

αμετάκλητος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uigenkaldelig, uigenkaldelige, uigenkaldeligt, uopsigelig

αμετάκλητος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neodvratný, nevratný, nezrušitelný, neodvolatelný, nenávratný, nezměnitelný, nezvratný, neodvolatelné, neodvolatelná, neodvolatelnou, nezvratné

αμετάκλητος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieodwracalny, nieodwołalny, nieodwołalne, nieodwołalna, nieodwołalnej, nieodwołalną

αμετάκλητος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megmásíthatatlan, visszavonhatatlan, visszavonhatatlanul, visszavonhatatlanná, visszafordíthatatlan

αμετάκλητος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geri alınamaz, değiştirilemez, Gayri kabili rücu nitelikteki, gayri kabili rücu, Cayılamaz

αμετάκλητος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
необоротність, необоротний, незворотність, безвідкличний, безвідзивний, невідкличний

αμετάκλητος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pakthyeshëm, pakthyeshme, parevokueshme, pakthyeshëm, të pakthyeshme

αμετάκλητος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неотменим, неотменимо, неотменима, неотменяем, неотменяема

αμετάκλητος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
безотзывный

αμετάκλητος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pöördumatu, tagasivõtmatu, tühistamatu, tühistamatud, tagasivõetamatu

αμετάκλητος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepovratni, neponištiv, neopoziv, neopoziva, neopozivu, neopozivo, neopozivi

αμετάκλητος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óafturkallanlegt, óafturkræf, óafturkræft, óafturkallanleg, afturkallanlega

αμετάκλητος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neatšaukiamas, neatšaukiamą, neatšaukiama, neatšaukiami, neatšaukiamai

αμετάκλητος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neatsaucams, negrozāms, neatsaucamu, neatsaucama, neatsaucami

αμετάκλητος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неотповиклива, неотповикливи, неотповикливо, неотповиклив, неприкосновени

αμετάκλητος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
irevocabil, irevocabilă, irevocabile, irevocabila, irevocabilă de

αμετάκλητος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nepreklicno, nepreklicne, nepreklicni, nepreklicna, nepreklicen

αμετάκλητος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nevratný, neodvolateľný, neodvolateľného, do neodvolateľného, neodvolateľným, neodvolateľnú
Τυχαίες λέξεις