Засалить στα ελληνικά

Μετάφραση: засалить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, γράσο, κάνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, λιπαντικό, λιπαρός, λιπαρό, λιπαρή, λιπαρά, λιπαρές
Засалить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бескорыстие στα ελληνικά - ανιδιοτέλεια, αφιλοκέρδεια, ανιδιοτελώς, η ανιδιοτέλεια, ανιδιοτέλειας
  • бунтующий στα ελληνικά - στασιαστικός, ανυπότακτος, επαναστατική, επαναστατικές, επαναστατικός
  • воз στα ελληνικά - κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, ΠΟΥ, WHO, της ΠΟΥ, του ΠΟΥ, ...
  • жесткость στα ελληνικά - οξύτητα, σκληρότητα, δριμύτητα, αυστηρότητα, στυφότητα, ακαμψία, δυσκαμψία, ...
Τυχαίες λέξεις
Засалить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, γράσο, κάνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, λιπαντικό, λιπαρός, λιπαρό, λιπαρή, λιπαρά, λιπαρές