Застенчивый στα ελληνικά

Μετάφραση: застенчивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεμνός, συνεσταλμένος, σεμνότυφος, ντροπαλός, μαζεμένος, ταπεινός, δειλός, αδέξιος, συνείδηση του εαυτού τους, μόνος συνειδητή, συνείδηση του εαυτού, μόνος συνείδηση, αυτο επίγνωση
Застенчивый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апатичность στα ελληνικά - κόπωση, λήθαργος, λήθαργο, λήθαργου, το λήθαργο, λήθαργό
  • бренди στα ελληνικά - κονιάκ, μπράντι, μπράντυ, brandy, το κονιάκ
  • ванна στα ελληνικά - μπάνιο, μπανιέρα, σαπιοκάραβο, λουτρό, μπανιέρα με
  • достижимость στα ελληνικά - Εφικτές
Τυχαίες λέξεις
Застенчивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεμνός, συνεσταλμένος, σεμνότυφος, ντροπαλός, μαζεμένος, ταπεινός, δειλός, αδέξιος, συνείδηση του εαυτού τους, μόνος συνειδητή, συνείδηση του εαυτού, μόνος συνείδηση, αυτο επίγνωση