Затрагивать στα ελληνικά
Μετάφραση: затрагивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπλέκομαι, εμπλέκω, παριστάνω, αγγίζω, νιώθω, πινελιά, υφή, μπλέκω, επηρεάζω, ανησυχία, προβληματισμός, περιλαμβάνω, αισθάνομαι, διαφήμιση, ενδιαφέρον, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акварель στα ελληνικά - πλύνω, ύδωρ, νερό, ποτίζω, πλένω, ακουαρέλα, υδατογραφία, ...
- амбра στα ελληνικά - αμπάρο, ambergris, αμπερι, αμπέρι, αμπεριού
- возмущенный στα ελληνικά - αγανακτισμένος, αγανακτισμένοι, αγανακτισμένων, αγανακτισμένη, αγανάκτησε
- выравнивание στα ελληνικά - τεκμηρίωση, βαθμολόγηση, αιτιολογία, εξίσωση, φόδρα, δικαιολογία, ευθυγραμμία, ...
Τυχαίες λέξεις
Затрагивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπλέκομαι, εμπλέκω, παριστάνω, αγγίζω, νιώθω, πινελιά, υφή, μπλέκω, επηρεάζω, ανησυχία, προβληματισμός, περιλαμβάνω, αισθάνομαι, διαφήμιση, ενδιαφέρον, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Μεταφράσεις: εμπλέκομαι, εμπλέκω, παριστάνω, αγγίζω, νιώθω, πινελιά, υφή, μπλέκω, επηρεάζω, ανησυχία, προβληματισμός, περιλαμβάνω, αισθάνομαι, διαφήμιση, ενδιαφέρον, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει