Λέξη: μεταρρυθμίζω

Συνώνυμα: μεταρρυθμίζω

τροποποιώ, μετασχηματίζω, ανακαινίζω, αναμορφώνω, αναπλάθω, ανασχηματίζω, συμμορφώ

Μεταφράσεις: μεταρρυθμίζω

μεταρρυθμίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reform, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reforma, reformar, enmendar, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besserung, reform, verbesserung, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réformez, redresser, réformation, amélioration, réparer, amender, amendement, redressez, rénover, correction, réformer, réforment, redressons, redressent, réformons, transformer, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riformare, riforma, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reflexão, reforma, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reformeren, hervormen, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искоренять, улучшиться, превращение, преображение, преобразовывать, улучшить, преобразование, исправление, перевоспитывать, улучшение, реформа, улучшать, перестраиваться, улучшаться, исправляться, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reform, forbedre, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reform, reformera, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parantaa, reformi, parannus, uudistus, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předělat, oprava, zlepšení, reformovat, napravit, přetvořit, zlepšit, reforma, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
reformować, zreformować, reformy, poprawiać, poprawa, reforma, przekształcać, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reform, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
reform, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reformoj, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реформа, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reformima, reform, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preinačiti, poboljšati, reforma, reforme, urediti, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurbót, endurbæta, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
reforma, napravit, metarrythmizo

μεταρρυθμίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
reforma, napraviť, metarrythmizo
Τυχαίες λέξεις