Изучающий στα ελληνικά
Μετάφραση: изучающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φοιτητής, φοιτήτρια, μάθηση, μάθησης, εκμάθησης, εκμάθηση, εκπαίδευσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авторитетный στα ελληνικά - τάφος, καίριος, επιβλητικός, τύμβος, έγκυρος, επιτακτικός, επίσημος, ...
- бездельничать στα ελληνικά - αργόσχολος, καθυστερώ, βραδυπορώ, τεμπέλης, αδρανής, σαλόνι, φρατζόλα, ...
- благовоние στα ελληνικά - άρωμα, οσμή, ευωδιά, θυμίαμα, λιβάνι, θυμιάματος, λιβανιού, ...
- вайя στα ελληνικά - φύλλο, θαλλών, θαλλού, θαλλό
Τυχαίες λέξεις
Изучающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φοιτητής, φοιτήτρια, μάθηση, μάθησης, εκμάθησης, εκμάθηση, εκπαίδευσης
Μεταφράσεις: φοιτητής, φοιτήτρια, μάθηση, μάθησης, εκμάθησης, εκμάθηση, εκπαίδευσης