Истолкователь στα ελληνικά
Μετάφραση: истолкователь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχολιαστής, διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взлезть στα ελληνικά - σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, vzlezt
- гладилка στα ελληνικά - ροκάνι, πλάνη, στάθμη, επίπεδο, σιδερώστρα, επιφάνεια σιδερώματος, σιδερώματος
- дефибрер στα ελληνικά - μύλος, μύλο, τριβείο, άλεσης, μύλο του
- жук στα ελληνικά - σκαθάρι, ζουζούνι, μαμούδι, σκαθαριού, σκαθάρι του, χρυσόμυγα, κάνθαρος
Τυχαίες λέξεις
Истолкователь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχολιαστής, διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων
Μεταφράσεις: σχολιαστής, διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων