Канцелярский στα ελληνικά
Μετάφραση: канцелярский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, επίσημος, ξηρός, γραφειοκρατικός, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Μεταφράσεις
- анализ στα ελληνικά - ανατομία, ρήξη, ελέγχω, δοκιμάζω, ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, ...
- беспристрастность στα ελληνικά - αποκόλληση, ευθυδικία, αδιαφορία, αμεροληψία, αμεροληψίας, την αμεροληψία, της αμεροληψίας, ...
- валлон στα ελληνικά - Βαλλονίας, της Βαλλονίας, Βαλονίας, Βαλλωνία, Βαλλωνική
- дугообразный στα ελληνικά - κυρτός, Κυρτή, κυρτοί, Οι κυρτοί, Convex
Τυχαίες λέξεις
Канцелярский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, επίσημος, ξηρός, γραφειοκρατικός, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Μεταφράσεις: στεγνός, επίσημος, ξηρός, γραφειοκρατικός, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο