Λέξη: ποινή
Σχετικές λέξεις: ποινή
ποινή με αναστολή, ποινή λιπομαρτυρίας, ποινή φυλάκισης με αναστολή, ποινή 90 εκατομμυρίων ευρώ στην τουρκία για την εισβολή στην κύπρο, ποινή απαραδέκτου, ποινή οριστικής παύσης, ποινή για διατάραξη κοινής ησυχίας, ποινή παοκ, ποινή του εντοιχισμού, ποινή φυλάκισης, θανατική ποινή
Συνώνυμα: ποινή
πενάλτυ, τιμωρία, κατάσχεση, στέρηση, πρόστιμο
Μεταφράσεις: ποινή
ποινή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
penalty, sentence, punishment, a penalty, fine
ποινή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
penalidad, escarmiento, castigo, pena, multa, penalización, pena de, penalti
ποινή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestrafung, strafsumme, nachteil, strafe, strafmaßnahme, konventionalstrafe, Strafe, Elfmeter, Straf
ποινή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vindicte, pénalité, amende, sanction, punition, dédit, châtiment, peine, pénalité au
ποινή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pena, penalità, punizione, multa, castigo, penale, pena di, rigore
ποινή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
penalizações, castigo, punição, pena, multa, penalidade, pena de, sanção
ποινή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestraffing, strafsanctie, straf, dwangmaatregel, boete, sanctie, penalty, strafschop
ποινή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
штраф, кара, расплата, наказание, пенальти, возмездие, неустойка, взыскание, казнь, казни
ποινή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bot, straff, straffen, straffespark, straffe, feltet
ποινή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
straff, påföljd, straffet, straffområdes
ποινή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uhkasakko, rankaisu, rangaistus, sakko, seuraamus, rangaistuspotku, rangaistusalueen, rangaistuspotkun
ποινή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
straf, revselse, straffespark, sanktion, bøde, straffesparksfeltet
ποινή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trest, pokuta, penále, sankce, Penaltu
ποινή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kara, karo, karencja, kary, karny, karę, opłaty karne
ποινή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötbér, hibapont, hátrány, pénzbüntetés, bírság, tizenegyes, büntetés, büntetést, szankció, büntetőt
ποινή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ceza, penaltı, cezası, alınmaz, Penalti
ποινή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розплата, кара, пенальті, справляння, покарання, штраф
ποινή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dënim, penallti, ndëshkim, dënimi, dënimi me
ποινή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наказание, глоба, наказателното, дузпа, санкция, дузпа в
ποινή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штраф
ποινή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karistuslöök, karistus, karistuse, karistusalas, karistust, karistusala
ποινή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kazna, sankcija, globa, penal, Udarac, kaznom, jedanaesterac, kazne
ποινή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
refsingu, refsing, víti, refsingin, vítaspyrnu á
ποινή στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
poena
ποινή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bausmė, bauda, sankcija, nuobauda, bausmės
ποινή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sods, soda, sodu, sankcija, kavējuma
ποινή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
казна, казната, пенал, казнените, казнена
ποινή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amendă, pedeapsă, penalizare, de pedeapsă, sancțiune, lovituri
ποινή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kazen, trest, kazni, sankcija, enajstmetrovko
ποινή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokuta, trest, trestu, tresty
Στατιστικά δημοτικότητας: ποινή
Τυχαίες λέξεις