Лежалый στα ελληνικά
Μετάφραση: лежалый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρος, μπαγιάτικος, γέρικος, παλαιός, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη
Μεταφράσεις
- бойкость στα ελληνικά - προθυμία, κέφι, ευχέρεια, ζωντάνια, ευκολία, γρηγοράδα, ανειλικρινής πολυλογία, ...
- ветрянка στα ελληνικά - ανεμοβλογιά, ανεμευλογιά, ανεμοβλογιάς, την ανεμοβλογιά, της ανεμοβλογιάς
- вырождение στα ελληνικά - εκφύλιση, εκφυλισμός, εκφυλισμό, εκφυλισμού, κηλίδας
- девясил στα ελληνικά - νάρδος, Nard, Ναρντ, νάρδο, η νάρδος
Τυχαίες λέξεις
Лежалый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρος, μπαγιάτικος, γέρικος, παλαιός, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη
Μεταφράσεις: γέρος, μπαγιάτικος, γέρικος, παλαιός, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη