Лепить στα ελληνικά
Μετάφραση: лепить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλυπτική, άγαλμα, γλυπτό, sculpt, φιλοτεχνεί, ανάγλυφο, σμίλευση, sculpt το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бережливость στα ελληνικά - λιτότητα, σωφροσύνη, λιτότης, thrift, λιτότητας, φειδώ
- брезгливый στα ελληνικά - αψίκορος, λεπτολόγος, τάση προς εμετό, σιχασιάρης, σιχασιάρηδες, σιχασιάρεις
- единственно στα ελληνικά - μόνο, απλώς, αποκλειστικά, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για
- завлекательный στα ελληνικά - σαγηνευτικός, δελεαστικός, δελεαστικό, προσελκύοντας, δελεαστικές, δελεαστική
Τυχαίες λέξεις
Лепить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλυπτική, άγαλμα, γλυπτό, sculpt, φιλοτεχνεί, ανάγλυφο, σμίλευση, sculpt το
Μεταφράσεις: γλυπτική, άγαλμα, γλυπτό, sculpt, φιλοτεχνεί, ανάγλυφο, σμίλευση, sculpt το