Λέξη: δυνατά
Σχετικές λέξεις: δυνατά
δυνατά μαλλιά, δυνατά πόδια, δυνατά δυνατά αρβανιτάκη, δυνατά μαλια, δυνατά συνώνυμα, δυνατά και αθλητικά, δυνατά δυνατά, δυνατά δυνατά στίχοι, δυνατά νύχια, δυνατά - bootstroke
Συνώνυμα: δυνατά
σκληρά, δύσκολα, φόρτε, έντονα, πάρα πολύ, ισχυρά, γερά, στερεώς
Μεταφράσεις: δυνατά
δυνατά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
strongly, loudly, hard, possible, loud
δυνατά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fuertemente, en voz alta, voz alta, fuerte, ruidosamente
δυνατά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tief, stark, nachhaltig, kräftig, laut, lautstark, lauter
δυνατά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vigoureusement, bastion, fortement, fort, bruyamment, haute voix, haut et fort, à haute voix
δυνατά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
forte, ad alta voce, alta voce, voce alta, a voce alta
δυνατά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alto, ruidosamente, voz alta, em voz alta, escutam sua voz mais
δυνατά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
luid, hardop, hard, luidkeels, luidruchtig
δυνατά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сильно, интенсивно, громко, громче, громогласно
δυνατά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høylytt, høyt, høylydt
δυνατά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
högt, högljutt, ljudligt
δυνατά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voimakkaasti, vahvasti, kovaäänisesti, äänekkäästi, ääneen, kovaa, kovalla äänellä
δυνατά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
højlydt, højt, Mange blandt publikum følte
δυνατά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
silně, hlasitě, nahlas, hlasitěji, hlasité
δυνατά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mocno, dobitnie, mocarnie, stanowczo, silnie, usilnie, głośno, gromko, głośniej, się głośno
δυνατά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hangosan, többen, hangos, hangosabban
δυνατά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüksek sesle, sesle, gürültüyle
δυνατά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сильно, голосно, гучно
δυνατά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me zë të lartë, zë të lartë, mendonte, zë, zëshëm
δυνατά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
силно, високо, шумно, висок глас, на висок глас
δυνατά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гучна, моцна, голасна, ўголас
δυνατά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tungivalt, tugevalt, valjult, valjusti, valjuhäälselt, kõvasti, kõva häälega
δυνατά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čvrsto, glasno, glasno je, je glasno, glasnije, se glasno
δυνατά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hátt, hástöfum, fram hátt, hátt að, Mörgum í stúkunni fannst
δυνατά στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
valde
δυνατά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garsiai, garsiau, triukšmingai, balsiai
δυνατά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skaļi, skaļāk, skaļā balsī
δυνατά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гласно, гласно се, погласно, гласно да, силно
δυνατά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tare, voce tare, cu voce tare, de tare, zgomotos
δυνατά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
glasno, glasneje, glas, glasne, na glas
δυνατά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlasno, nahlas, hlasito, hlasne, hlasite
Στατιστικά δημοτικότητας: δυνατά
Τυχαίες λέξεις