Мальчик στα ελληνικά

Μετάφραση: мальчик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παιδί, άντρας, αγόρι, νεαρός, τύπος, συνάδελφος, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι
Мальчик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адсорбировать στα ελληνικά - προσροφά, προσροφούν, προσροφήσουν, προσροφώνται, προσροφηθεί
  • аутригер στα ελληνικά - εξωτερικό στήριγμα ακάτου, Outrigger, με προώστες, ζυγοστάτη, το ζυγοστάτη
  • бачок στα ελληνικά - δεξαμενή, δεξαμενής, δοχείο, ρεζερβουάρ, δοχείου
  • бранный στα ελληνικά - καταχρηστικός, υβριστικός, καταχρηστική, καταχρηστικές, καταχρηστικής, καταχρηστικών, καταχρηστικό
Τυχαίες λέξεις
Мальчик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παιδί, άντρας, αγόρι, νεαρός, τύπος, συνάδελφος, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι