Λέξη: ταπεινοφροσύνη

Σχετικές λέξεις: ταπεινοφροσύνη

ταπεινοφροσύνη λεξικο, ταπεινοφροσύνη σημασια, ταπεινοφροσύνη ορισμός, ταπεινότητα ταπεινοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη ετυμολογία, η ταπεινοφροσύνη

Μεταφράσεις: ταπεινοφροσύνη

ταπεινοφροσύνη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
modesty, humility, lowliness, humbleness

ταπεινοφροσύνη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
humildad, pudor, modestia, La humildad, de humildad

ταπεινοφροσύνη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
demut, genügsamkeit, bescheidenheit, Demut, Bescheidenheit, Die Demut, Humility

ταπεινοφροσύνη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
frugalité, humilité, modestie, pudeur, L'humilité, d'humilité

ταπεινοφροσύνη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
modestia, umiltà, L'umiltà, dell'Umiltà, di umiltà, nell'umiltà

ταπεινοφροσύνη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humildade, simplicidade, modéstia, A humildade, Humility, de humildade

ταπεινοφροσύνη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
discretie, nederigheid, ootmoed, zedigheid, bescheidenheid, deemoed, Humility

ταπεινοφροσύνη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
принижение, уничижение, неприхотливость, покорность, сдержанность, благопристойность, приниженность, унижение, смирение, стыдливость, униженность, скромность, умеренность, смирением, смирения

ταπεινοφροσύνη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beskjedenhet, ydmykhet, være ydmyk, ydmyk, ydmyke, ydmykhetens

ταπεινοφροσύνη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blygsamhet, Ödmjukhet, ödmjukheten, ödmjuk, ödmjuka

ταπεινοφροσύνη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nöyryys, säädyllisyys, häveliäisyys, nöyryyttä, nöyryyden, Humility, nöyryydessä

ταπεινοφροσύνη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ydmyghed, Ydmyghed, Humility, ydmyg, ydmyghedens

ταπεινοφροσύνη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokora, skromnost, pokory, pokoru, pokoře

ταπεινοφροσύνη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokora, wstydliwość, skromność, uniżoność, potulność, pokory, pokorę, Skromność

ταπεινοφροσύνη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alázatosság, alázat, alázattal, Az alázatosság, Az alázat

ταπεινοφροσύνη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tevazu, alçakgönüllülük, Tevâzu, Alçak gönüllülük, Humility

ταπεινοφροσύνη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смирення, приниження, скромно, покірність, смиренність, покора, упокорювання, покору

ταπεινοφροσύνη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përulësi, përulje, përulësia, përulja, përulësinë

ταπεινοφροσύνη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смирение, Смирението, скромност, Скромността

ταπεινοφροσύνη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакора, пакору, пакорлівасць, пакорлівасьць, сьціпласьць

ταπεινοφροσύνη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
malbus, tagasihoidlikkus, alandlikkus, nöyryys, alandlikkust, Alandlikkuse, Alandlik

ταπεινοφροσύνη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poniznost, čednost, poniznosti, skromnost, poniznošću, poniznost se

ταπεινοφροσύνη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auðmýkt, Hógværð, Laun auðmýktar, Auðmýktin

ταπεινοφροσύνη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rubor, humilitas

ταπεινοφροσύνη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kuklumas, nuolankumas, nusižeminimas, Nuolankumą

ταπεινοφροσύνη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pazemība, pazemību, pazemības, Pazemībā, lēnprātība

ταπεινοφροσύνη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смирението, понизноста, смирение, понизност, Смиреанието

ταπεινοφροσύνη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
modestie, umilință, smerenie, Umilința, smerenia, Umilinta

ταπεινοφροσύνη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pokora, skromnost, ponižnost, Skromnost, ponižnosti, skromnosti, humility

ταπεινοφροσύνη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokora, pokoru
Τυχαίες λέξεις