Множество στα ελληνικά
Μετάφραση: множество, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσκευάζω, μάζα, κοπάδι, φουρνιά, στοιβάδα, στοίβα, ποικιλία, στουπί, συρροή, όραση, βουνό, νομισματοκοπείο, αγορά, ακαταστασία, αφθονία, ραμφίζω, πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аргументированность στα ελληνικά - ισχύς, κύρος, εγκυρότητα, ισχύος, ισχύ
- всевластный στα ελληνικά - παντοδύναμος, παντοδύναμο, παντοδύναμη, πανίσχυρο, παντοδύναμης
- встряхивание στα ελληνικά - ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
- дилер στα ελληνικά - έμπορος, αντιπρόσωπο, έμπορο, αντιπρόσωπο της, ντίλερ
Τυχαίες λέξεις
Множество στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσκευάζω, μάζα, κοπάδι, φουρνιά, στοιβάδα, στοίβα, ποικιλία, στουπί, συρροή, όραση, βουνό, νομισματοκοπείο, αγορά, ακαταστασία, αφθονία, ραμφίζω, πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών
Μεταφράσεις: συσκευάζω, μάζα, κοπάδι, φουρνιά, στοιβάδα, στοίβα, ποικιλία, στουπί, συρροή, όραση, βουνό, νομισματοκοπείο, αγορά, ακαταστασία, αφθονία, ραμφίζω, πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών