Λέξη: κρίνω

Σχετικές λέξεις: κρίνω

κρίνω ετυμολογία, κρίνω συνώνυμο, κρίνω αρχικοί χρόνοι, κρίνω english, κρίνω λύνω, κρίνω αποφθεγματα, κρίνω ομορριζα, κρίνω λύνω παιδικός σταθμός, κρίνω αρχαία κλίση, κρίνω εξ ιδίων τα αλλότρια

Συνώνυμα: κρίνω

θεωρώ, δικάζω, νομίζω, φρονώ, σκέπτομαι, συλλογίζομαι, αποφασίζω, καθορίζω, αποφαίνομαι, συζητώ, λογικεύομαι, κριτικάρω, επικρίνω

Μεταφράσεις: κρίνω

κρίνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deem, judge, think, criticize, I consider, I judge

κρίνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
creer, juzgar, juez, juez de, magistrado, el juez, jueza

κρίνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Richter, Richters, beurteilen, Richterin

κρίνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jugeons, penser, compter, jugez, juger, juge, juge a, le juge, juge de, juges

κρίνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giudice, giudicare, giudice di, giudice ha, magistrato

κρίνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deduza, julgue, acreditar, crer, descontar, juiz, julgar, juiz de, juíza, juízes

κρίνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geloven, menen, rechter, jurylid, keurmeester, oordelen, beoordelen

κρίνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полагать, думать, считать, судья, судьи, судьей, судить

κρίνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dommer, dommeren, dømme, bedømme

κρίνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domare, domaren, bedöma, domstol

κρίνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arvella, tuomari, tuomarin, tuomarina, tuomioistuin, tuomioistuimen

κρίνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tro, dommer, dommeren, dømme, dommerens

κρίνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
myslit, mínit, považovat, soudce, rozhodčí, soudcem, soud

κρίνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mniemać, sądzić, poczytywać, uważać, sędzia, sędzią, sędziego, sąd

κρίνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bíró, bírónak, bírói, A bíró, bírót

κρίνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yargıç, hakim, hakimi, Hâkim, yargıcı

κρίνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вважайте, вважати, суддя

κρίνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjyqtar, gjyqtari, gjykatësi, gjykatës, gjyqtari i

κρίνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдия, съдията, съдии, съди

κρίνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суддзя, судзьдзя

κρίνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arvama, kohtunik, kohtuniku, kohtunikule, kohtunikul

κρίνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
suditi, smatrati, razmatrati, odlučiti, sudac, sudija, sutkinja, sudac je, je sudac

κρίνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómari, dæma, dómarinn, dómara

κρίνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisėjas, teisėjo, teisėjui, teisėja

κρίνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tiesnesis, tiesnesim, tiesnesi, tiesneša

κρίνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судијата, судија

κρίνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
judecător, judecator, judecătorului, judecătorul, judecător de

κρίνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sodnik, sodnica, sodnika, sodnik je

κρίνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sudca, sudcu, sudcov, súd, sudcom
Τυχαίες λέξεις