Монотонный στα ελληνικά

Μετάφραση: монотонный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληκτικός, μουχρός, μουντός, βαρετός, ακόμα, ίσος, μονότονος, μονότονη, μονότονο, μονότονα, μονότονες
Монотонный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бледно στα ελληνικά - δίκαια, αρκούντως, αχνά, ασθενώς, ελαφρώς
  • бронебойный στα ελληνικά - διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
  • впечатлительность στα ελληνικά - ευαισθησία, ευπάθεια, impressionability
  • естествовед στα ελληνικά - πανεπιστήμων, φυσιοδίφης, φυσιοδίφη, φυσιολατρικό, φυσιολατρικές, φυσιολατρικός
Τυχαίες λέξεις
Монотонный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληκτικός, μουχρός, μουντός, βαρετός, ακόμα, ίσος, μονότονος, μονότονη, μονότονο, μονότονα, μονότονες