Λέξη: φλεγμονή
Σχετικές λέξεις: φλεγμονή
φλεγμονή δόντια, φλεγμονή στο λαιμό, φλεγμονή τραχήλου, φλεγμονή τεστ παπ, φλεγμονή εντέρου, φλεγμονή στη μέση, φλεγμονή στο γόνατο, φλεγμονή στο πάγκρεασ, φλεγμονή της κατάφυσης του αχιλλείου, φλεγμονή στο συκώτι
Συνώνυμα: φλεγμονή
σπυρί, ανάφλεξη, φλόγωση, στοματίτιδα
Μεταφράσεις: φλεγμονή
φλεγμονή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
swelling, inflammation, inflammation of, inflamed, inflammatory
φλεγμονή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hinchazón, tumefacción, chichón, bulto, inflamación, la inflamación, inflamación de, una inflamación
φλεγμονή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anschwellend, anschwellen, quellung, schwellung, Entzündung, Entzündungen, Entzündungs, eine Entzündung
φλεγμονή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épatant, tumeur, enflure, gonflement, tuméfaction, foisonnement, bouge, bosse, inflammation, l'inflammation, une inflammation, inflammations
φλεγμονή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gonfiore, infiammazione, l'infiammazione, infiammazioni, dell'infiammazione, un'infiammazione
φλεγμονή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inchar, inchamento, inflamação, a inflamação, inflamações, inflama�o, inflammation
φλεγμονή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezwel, pof, poef, ontsteking, ontstekingen, inflammatie, een ontsteking, de ontsteking
φλεγμονή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выпуклость, набухание, разбухание, отёк, повышение, увеличение, опухоль, распухание, припухлость, вздувание, вздутие, возвышение, волдырь, воспаление, воспаления, воспламенение, воспалении, воспалением
φλεγμονή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hevelse, betennelse, inflammasjon, betennelser, betennelsen
φλεγμονή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ansvällning, inflammation, inflammationen, inflammations, inflammationer
φλεγμονή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pöhö, kyhmy, aaltoileva, kuhmu, ajettuma, tulehdus, tulehdusta, tulehduksen, tulehdukseen, tulehduksia
φλεγμονή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inflammation, betændelse, af inflammation, betændelse i
φλεγμονή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otok, vydutí, oteklina, nádor, zánět, zánětu, záněty, zanícení, zánětem
φλεγμονή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spiętrzenie, nabrzmienie, spęczanie, wybrzuszenie, opuchlina, opuchnięcie, pęcznienie, opuchlizna, obrzmienie, nabrzmiałość, wypukłość, wydymanie, spuchlizna, obrzęk, puchlina, spęcznienie, zapalenie, stan zapalny, zapalenia, zapalny, stany zapalne
φλεγμονή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
duzzasztás, duzzadó, dagadás, áradás, dudor, dagadó, megduzzadás, gyulladás, gyulladást, gyulladása, gyulladásos, a gyulladás
φλεγμονή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iltihap, inflamasyon, enflamasyon, iltihabı, inflamasyonu
φλεγμονή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збільшення, побільшення, здуття, пухлина, запалення
φλεγμονή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pezmatim, ndezje, inflamacion, inflamim, inflamacioni
φλεγμονή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възпаление, възпалението, възпаления, възпаление на
φλεγμονή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
запаленне, ятрасць, запаленьне
φλεγμονή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pundumine, põletik, põletiku, põletikku, põletikuga
φλεγμονή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oteklina, ispupčenost, bubrenje, upala, upale, upalu, zapaljenje, inflamacija
φλεγμονή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þroti, bólga, bólgu, bólga í, bólgur, bólga á
φλεγμονή στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tumor
φλεγμονή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gumbas, kauburys, kupra, uždegimas, uždegimą, uždegimo, uždegimu
φλεγμονή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
puns, kupris, gramba, iekaisums, iekaisumu, iekaisuma, iekaisumi
φλεγμονή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воспаление, воспаленија, воспалението, инфламација, воспаление на
φλεγμονή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inflamație, inflamatie, inflamația, inflamatia, inflamarea
φλεγμονή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
otok, oteklina, vnetje, vnetja, vnetjem, vnetje na
φλεγμονή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zápal, zápalu
Στατιστικά δημοτικότητας: φλεγμονή
Τυχαίες λέξεις