Монтировать στα ελληνικά
Μετάφραση: монтировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαθιδρύω, συναρμολογώ, μανδύας, αυξάνομαι, συναθροίζω, όρος, εκδίδω, επιμελούμαι, ανεβαίνω, εγκαθιστώ, τοποθετώ, βουνό, συνδέω, συνδέσετε, συνδέστε, να συνδέσετε, συνδέσετε το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биометрия στα ελληνικά - βιομετρικά στοιχεία, βιομετρία, βιομετρίας, βιομετρικών στοιχείων, τη χρήση βιομετρικών στοιχείων
- воздвигнуть στα ελληνικά - χτίζω, μπόι, ορθώνω, ανεγείρω, αναστηλώνω, ανάστημα, κορμοστασιά, ...
- воздержание στα ελληνικά - εγκράτεια, μετριοπάθεια, αποχή, αποχής, η αποχή, την αποχή, της αποχής
- воцарение στα ελληνικά - απόκτημα, άνοδος, ένταξη, προσχώρηση, προσχώρησης, την προσχώρηση, προσχωρήσεως
Τυχαίες λέξεις
Монтировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαθιδρύω, συναρμολογώ, μανδύας, αυξάνομαι, συναθροίζω, όρος, εκδίδω, επιμελούμαι, ανεβαίνω, εγκαθιστώ, τοποθετώ, βουνό, συνδέω, συνδέσετε, συνδέστε, να συνδέσετε, συνδέσετε το
Μεταφράσεις: εγκαθιδρύω, συναρμολογώ, μανδύας, αυξάνομαι, συναθροίζω, όρος, εκδίδω, επιμελούμαι, ανεβαίνω, εγκαθιστώ, τοποθετώ, βουνό, συνδέω, συνδέσετε, συνδέστε, να συνδέσετε, συνδέσετε το