Λέξη: κομμώτρια

Σχετικές λέξεις: κομμώτρια

κομμώτρια ονειροκρίτης, κομμώτρια ξυλοκόπησε και βίασε ληστή, κομμώτρια κατ' οίκον, κομμώτρια σε σπίτι, κομμώτρια εικόνες, κομμώτρια μετάφραση, κομμώτρια στο σπίτι θεσσαλονίκη, κομμώτρια σκύλων, κομμώτρια στο σπίτι, κομμώτρια βίασε ληστή

Συνώνυμα: κομμώτρια

κομμωτής, κτενιστής

Μεταφράσεις: κομμώτρια

κομμώτρια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hairdresser, a hairdresser, hairdressing, hair stylist

κομμώτρια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
peluquero, peinador, peluquería, peluquera, de peluquería, del peluquero

κομμώτρια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
damenfriseur, haarschneider, frisör, friseur, friseuse, Friseur, Friseursalon, Frisör

κομμώτρια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coiffeuse, coiffeur, coiffure, salon de coiffure, de coiffure

κομμώτρια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parrucchiere, parrucchiera, parrucchieri

κομμώτρια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cabelo, pêlo, cabeleireiro, cabeleireira, hairdresser, do cabeleireiro

κομμώτρια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kapster, kapper, kapsalon, kapperssalon, een kapper

κομμώτρια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
парикмахер, парикмахерская, парикмахерские, парикмахера, парикмахерских

κομμώτρια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frisør, frisøren, frisr, frisører, frisørsalong

κομμώτρια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frisör, frisörsalong, frisören, hårfrisör

κομμώτρια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kampaaja, kampaamo, kampaajan, kampaajalla

κομμώτρια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frisør, frisørsalon, frisøren

κομμώτρια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kadeřník, holič, kadeřnictví, kadeřnický, kadeřnice

κομμώτρια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fryzjer, fryzjerski, salon fryzjerski, fryzjera, fryzjerka

κομμώτρια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fodrász, fodrászszalon, fodrászat, fodrászatot, fodrászat az

κομμώτρια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuaför, kuaför salonu, berber, Hairdresser, kuaför gibi

κομμώτρια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перукар, парикмахер

κομμώτρια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
floktar, berber, floktari, parukeri, parukiere

κομμώτρια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фризьор, фризьорски салон, фризьорски, фризьорка

κομμώτρια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цырульнік, цырульніца

κομμώτρια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juuksur, juuksuri, juuksurisse, juuksurit

κομμώτρια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
frizer, frizerski salon, frizerski, frizerka, frizera

κομμώτρια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hárgreiðslu, Hársnyrtir, slu, Hairdresser, hárgreiðslustofa

κομμώτρια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kirpėjas, kirpykla, kirpėja, kirpyklų, kirpėjo

κομμώτρια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
frizieris, frizētava, hairdresser, friziera, friziere

κομμώτρια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фризер, фризерски, фризерскиот салон, фризерка, фризерот

κομμώτρια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coafeză, coafor, frizer, de frizer, coafori

κομμώτρια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
frizer, frizerski salon, frizerski

κομμώτρια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
holič, kaderník, kaderníctvo
Τυχαίες λέξεις