Нагромождать στα ελληνικά
Μετάφραση: нагромождать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιβάζω, σωρός, στοιβάδα, συσσωρεύω, στοίβα, καραμπόλα, συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, συσσωρεύουν επάνω, συσσωρεύονται τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедренный στα ελληνικά - μηριαίου, μηριαία, μηριαίας, μηριαίου οστού, μηριαίο
- вмешивающийся στα ελληνικά - παρεμβαίνοντας, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρεμβολής, παρεμβολή
- гайка στα ελληνικά - παξιμάδι, καρύδι, περικόχλιο, περικοχλίου, παξιμαδιού
- достопримечательный στα ελληνικά - σημαντικός, αξιοσημείωτα, αξιοσημείωτος, αξιοσημείωτο, σημειωθεί, να σημειωθεί, αξιοσημείωτη
Τυχαίες λέξεις
Нагромождать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιβάζω, σωρός, στοιβάδα, συσσωρεύω, στοίβα, καραμπόλα, συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, συσσωρεύουν επάνω, συσσωρεύονται τα
Μεταφράσεις: στοιβάζω, σωρός, στοιβάδα, συσσωρεύω, στοίβα, καραμπόλα, συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, συσσωρεύουν επάνω, συσσωρεύονται τα