Λέξη: διαδοχικός
Σχετικές λέξεις: διαδοχικός
διαδοχικός μετάφραση, διαδοχικός english, διαδοχικός συνωνυμα, διαδοχικός αριθμός
Συνώνυμα: διαδοχικός
σειράς, σειριακός, συνεχής, αλλεπάλληλος, συναπτός, εξακολουθητικός
Μεταφράσεις: διαδοχικός
διαδοχικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consecutive, successive, successional, sequential, tandem
διαδοχικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consecutivo, seguido, sucesivo, sucesional, de sucesión, sucesión, sucesionales, sucesorio
διαδοχικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fortlaufende, seriell, Sukzessions, successional, Sukzession
διαδοχικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consécutif, successif, succession, suivant, prochain, de succession, la succession, successorale, successionnel
διαδοχικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
successionale, successional, di successione, di successional
διαδοχικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sucessional, successional, sucessão, de sucessão, sucessionais
διαδοχικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
successie, successiestadia, de successie, successieprocessen
διαδοχικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преемственный, последующий, последовательный, сукцессии
διαδοχικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
successional
διαδοχικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
successions
διαδοχικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peräkkäinen, successional
διαδοχικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
successional
διαδοχικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
následný, nepřetržitý, postupný, následující, Nástupnické, nástupnickou, nástupnická
διαδοχικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
następny, konsekutywny, sukcesywny, sąsiedni, kolejny, skutkowy, sukcesyjnych, sukcesji
διαδοχικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szukcessziós, szukcesszió, a szukcessziós
διαδοχικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Süksesyonel
διαδοχικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наступний, підряд, послідовний, сукцессии, сукцесії
διαδοχικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
successional
διαδοχικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сукцесионни
διαδοχικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сукцэсіі, сукцэсій
διαδοχικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järjestikune, järgnev, edasine, successional, suktsessiooniprotsessi, suktsessiooni
διαδοχικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzastopan, redom, sukcesivan, dosljedan, sljedeći, uzastopni, slijedeći, neometane
διαδοχικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framvindulíkön
διαδοχικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
successional
διαδοχικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
successional
διαδοχικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
successional
διαδοχικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
succesorale, succesoral, succesorală
διαδοχικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sukcesijskih
διαδοχικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
postupný, následný, nástupnícke, nadobúdajúcej, nadobúdajúce, preberajúcej, nástupníckej