Наматывать στα ελληνικά

Μετάφραση: наматывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεμος, κουλούρα, αιολική, πηνίο, κουρδίζω, μηχανάκι, άνεμο, αιολικής, του ανέμου
Наматывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амфибия στα ελληνικά - αμφίβιο, αμφιβίων, αμφιβίου, των αμφιβίων, αμφίβιου αεροπλάνου
  • вонь στα ελληνικά - βρόμα, δυσωδία, βρομιά, βρομώ, βρώμα, μπόχα, δυσοσμία, ...
  • вопреки στα ελληνικά - εναντίον, κατά, σε αντίθεση με, αντίθετα με, αντίθετα προς, αντίθετη προς, αντίθετο προς
  • дубликат στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, συμφωνώ, αντίγραφο, ομόλογος, διπλασιάζω, τενόρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Наматывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεμος, κουλούρα, αιολική, πηνίο, κουρδίζω, μηχανάκι, άνεμο, αιολικής, του ανέμου