Λέξη: ακτή

Σχετικές λέξεις: ακτή

ακτή βουλιαγμένης, ακτή ταύγετος, ακτή πειραιώς, ακτή ξαβερίου, ακτή βασιλειάδη, ακτή ελεφαντοστού, ακτή μιαούλη 81, ακτή ( ελλάδα οικόπεδο ), ακτή βασιλειάδη πειραιάς, ακτή τζελέπη 2, χρυσή ακτή, ελλάδα ακτή ελεφαντοστού

Συνώνυμα: ακτή

παραλία, ακρογιαλιά, γιαλός, όχθη, υποστήριγμα, τρίχες, νήμα, πλεξούδα, νήμα σχοινιού

Μεταφράσεις: ακτή

ακτή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shore, coast, beach, the coast, coast of

ακτή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
orilla, ribera, playa, costa, la costa, costa del, costa de, costas

ακτή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stützbalken, küste, meeresstrand, badestrand, strand, strebe, ufer, Küste, Küsten, coast

ακτή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plage, rivage, côte, riverain, rive, littoral, borde, grève, bord, parages, côtes, la côte, côte de

ακτή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lido, spiaggia, costa, riviera, riva, litorale, sponda, coste, costiera, costa del

ακτή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
loja, litoral, margem, praias, custear, praia, costa, Coast, costa do, costa de

ακτή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kustlijn, kust, zeekust, wal, kant, waterkant, zeekant, boord, walkant, kust van, de kust, coast

ακτή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отмель, подпирать, взморье, укреплять, поддерживать, кузнец, приморье, подпорка, берег, побережье, подкос, пляж, побережья, Coast, берега

ακτή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kyst, strand, kysten, coast, Sjøen

ακτή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plage, strand, kust, kusten, Coast, Havskusten

ακτή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keritsivät, uimaranta, tukea, keritsi, pönkittää, ranta, rannikko, rantahietikko, hiekka, rannikolla, rannikon, rannikkoa, rannikolle

ακτή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
strand, bred, kyst, kysten, kyster, coast

ακτή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pláž, pobřežní, pobřeží, břeh, Coast

ακτή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podpora, stemplować, wybrzeże, podpierać, stempel, zastrzał, brzeg, plaża, wybrzeża, wybrzeżu, coast

ακτή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
part, támoszlop, strand, tengerpart, partvidék, partján, partjainál, tengerparton, partja

ακτή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kumsal, sahil, plaj, kenar, kıyı, coast, kıyısında, sahili

ακτή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підпирати, підпірка, підтримувати, побережжя, пляж, узбережжя, берег, коваль, узбережжі, побережжі

ακτή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plazh, bregdet, breg, bregdetit, bregdetin, Bregdeti, bregu

ακτή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бряг, плаж, побереше, крайбрежие, крайбрежието, бреговата, бряг на

ακτή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бераг, узбярэжжы, ўзбярэжжа, ўзбярэжжы, узбярэжжа

ακτή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rannik, rand, kallas, randuma, rannikul, ranniku, rannikut, rannikust

ακτή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obale, mol, potpora, kraju, obala, obali, primorje, obalu, kopno, podupirač, Coast, Obalna, Obalne

ακτή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
strönd, fjara, Coast, ströndinni, ströndina, Ströndin

ακτή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ora, litus

ακτή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krantas, pakrantė, paplūdimys, pajūris, Coast, pakrantės, pakrantėje

ακτή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pludmale, piekraste, krasts, liedags, piekrastē, krasta, krastu

ακτή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плажата, крајбрежје, брег, брегот, крајбрежјето, брегот на

ακτή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
litoral, rem, coastă, coasta, coasta de, coastei, de coastă

ακτή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pláž, obala, plaža, coast, obali, obale, Obalno

ακτή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pláž, pobrežie, pobreží, pobrežia, pobrežiu

Στατιστικά δημοτικότητας: ακτή

Τυχαίες λέξεις