Нерасторопный στα ελληνικά
Μετάφραση: нерасторопный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαχμουρλής, νωχελής, βραδύς, άτονος, δυσκίνητος, ένα, ενός, το ένα, μιας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беженка στα ελληνικά - πρόσφυγας, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
- благоустройство στα ελληνικά - διενέργεια, μέριμνα, προμήθεια, πρόνοια, καλλωπισμός, καλλωπισμού, εξωραϊσμού, ...
- вступительный στα ελληνικά - εισαγωγικός, είσοδος, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, την είσοδο
- гребля στα ελληνικά - καβγάς, σειρά, κωπηλατώ, κωπηλασία, κωπηλασίας, κουπιά, με κουπιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Нерасторопный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαχμουρλής, νωχελής, βραδύς, άτονος, δυσκίνητος, ένα, ενός, το ένα, μιας
Μεταφράσεις: μαχμουρλής, νωχελής, βραδύς, άτονος, δυσκίνητος, ένα, ενός, το ένα, μιας