Λέξη: ποιμενικός

Σχετικές λέξεις: ποιμενικός

ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός του καυκάσου, ποιμενικός καυκάσου - caucasian sheepdog, ποιμενικός καυκάσου, ποιμενικός σκύλος, ποιμενικός σέτλαντ, ελληνικός ποιμενικός, γερμανικός ποιμενικός

Συνώνυμα: ποιμενικός

βουκολικός, ιερατικός

Μεταφράσεις: ποιμενικός

ποιμενικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pastoral, bucolic, shepherd, shepherd dog, a shepherd

ποιμενικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pastoril, pastoral, pastorales, pastoral de, la pastoral

ποιμενικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ländlich, pastoral-, pastoral, pastoralen, pastorale, Hirten, Pastoral

ποιμενικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pastoral, paysan, idyllique, bucolique, pastorale, pastorales, pastoraux, la pastorale

ποιμενικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pastorale, pastorali

ποιμενικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pastoral, pastorais, pastoril

ποιμενικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pastorale, pastoraal, de pastorale, landelijke, pastoraat

ποιμενικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
буколика, сельский, пасторский, буколический, пастушеский, пасторальный, пастораль, пастырской, пастырское, пастырская, пастырского

ποιμενικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pastorale, hyrde, pastoral, pastoralt

ποιμενικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pastorala, pastoral, pastoralt, herde-, herde

ποιμενικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paimen, maalainen, pastoraali, pastoraalinen, sielunhoidon, pastoral, sielunhoito

ποιμενικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pastoral, pastorale, verdensomspændende pastorale, kirkelige, pastoralt

ποιμενικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bukolický, pastýřský, idylický, pastorální, pastorační, pastorace, pastoračním

ποιμενικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sielski, pasterski, bukoliczny, sielanka, duszpasterski, bukolika, sielankowy, pastoralny, pastorałka, sztuka, duszpasterska, duszpasterskiej, pasterskie

ποιμενικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lelkészi, pásztori, lelkipásztori, pasztorális, a lelkipásztori

ποιμενικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pastoral, kırsal, pastoral bir, bir pastoral

ποιμενικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пасторський, сільський, буколічний, пастораль, пасторальний

ποιμενικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
baritore, pastoral, baritor, pastorale, baritore e

ποιμενικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пасторален, пасторална, пастирска, пасторалната, пасторалното

ποιμενικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пастараль, пастораль

ποιμενικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pastoraalne, maainimene, karjaseelu, pastoraalse, karjakasvatuse, pastoraalset, pastoraalsele

ποιμενικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
idila, pastorala, seoski, pastoralan, pastirski, pastoralni, pastoralna, pastoralno

ποιμενικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
presta

ποιμενικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ganytojiškas, pastoracinis, pastoralinis, kaimiškas, kunigo

ποιμενικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pastorāle, pastorālā, pastorālajā, pastorālo, pastorālās

ποιμενικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пастирска, пастирски, пастирско, пасторална, пастирската

ποιμενικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ţăran, pastorală, pastoral, pastorale, pastorala, pastorația

ποιμενικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pastoral, pastorala, pastoralni, pastoralno, pastoralna

ποιμενικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pastorálna, pastorálnej, past, pastorálne, pastoračnú

Στατιστικά δημοτικότητας: ποιμενικός

Τυχαίες λέξεις