Неспособный στα ελληνικά
Μετάφραση: неспособный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουντός, πληκτικός, βαρετός, αδέξιος, ανίκανος, αναποτελεσματικός, μουχρός, μπορεί, θέση, σε θέση, δε μπορεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдохновить στα ελληνικά - εμπνέω, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
- вколоть στα ελληνικά - κέντημα, τρυπώ, τσιτώνω, χώνω, κεντώ, ένεση, την ένεση, ...
- гангрена στα ελληνικά - γάγγραινα, γάγγραινας, τη γάγγραινα, η γάγγραινα
- ежедневно στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
Τυχαίες λέξεις
Неспособный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουντός, πληκτικός, βαρετός, αδέξιος, ανίκανος, αναποτελεσματικός, μουχρός, μπορεί, θέση, σε θέση, δε μπορεί
Μεταφράσεις: μουντός, πληκτικός, βαρετός, αδέξιος, ανίκανος, αναποτελεσματικός, μουχρός, μπορεί, θέση, σε θέση, δε μπορεί