Λέξη: μνημειώδης

Σχετικές λέξεις: μνημειώδης

μνημειώδης συνώνυμο

Συνώνυμα: μνημειώδης

επιμνημόσυνος, μνημειακός, πελώριος

Μεταφράσεις: μνημειώδης

μνημειώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
monumental, a monumental

μνημειώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
monumental, monumentales, monumental de, talla

μνημειώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungeheuer, gewaltig, monumental, Monumentale, monumentalen, Monumental, monumentales

μνημειώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
massif, monumental, monumentale, monumentales, monuments

μνημειώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
monumentale, monumentali

μνημειώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
monumental, monumentais, cantaria, monumento, de cantaria

μνημειώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
monumentaal, Monumentale, Monumental

μνημειώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
увековечивающий, необычайный, ошеломляющий, монументальный, изумительный, монументальная, монументальное, монументальной, монументального

μνημειώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
monumentale, monumental, monumentalt, imponerende, storslått

μνημειώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
monumentala, monumental, monument-, monumentalt

μνημειώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
monumentaalinen, muistomerkki-, monumentaalisessa, monumentaalisen, muistomerkki- ja

μνημειώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
monumentale, monumental, monument-, monumentalt, storslået

μνημειώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ohromný, monumentální, kameny pro výtvarné, kameny, kameny pro, monumentálním

μνημειώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomnikowy, straszny, monumentalny, zabytkowy, monumentalne, monumentalna, monumentalnej

μνημειώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
monumentális, hatalmas, emlékművi, műemléki, nagyszabású

μνημειώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anıtsal, anıt, anıtsal bir, muazzam

μνημειώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пам'ятник, монумент, монументальний, монументальна, монументальну

μνημειώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
monumental, monumentale, monumenteve, i monumenteve, madhështorë

μνημειώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
монументален, монументална, монументалната, монументално, на паметници

μνημειώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
манументальны, манументальную, манументальнага, манументальная, манумэнтальны

μνημειώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suurejooneline, monumentaalne, mälestus, tohutu, monumentideks, monumentaalse, monumentaalskulptuuri

μνημειώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
monumentalan, spomenički, monumentalna, monumentalni, monumentalno, monumentalne

μνημειώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Monumental, Stórbrotinn, höggmyndagerðar, til höggmyndagerðar, stórvirki

μνημειώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
monumentalus, paminklams, paminkliniai, monumentali, skirti paminklams

μνημειώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smags, masīvs, monumentāls, monumentiem, tēlniecībai, monumentāla, akmeņi monumentiem

μνημειώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
монументална, монументални, монументален, монументалниот, монументалната

μνημειώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
monumental, monumentala, monumentală, monumentale, cioplit

μνημειώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
monumentální, monumentalna, monumentalno, monumentalni, spomenike, monumentalne

μνημειώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ohromný, monumentálne, monumentálny, monumentálna, monumentálnej, monumentálnu
Τυχαίες λέξεις