Обметать στα ελληνικά

Μετάφραση: обметать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκόνη, σκουπίζω, σαρώνω, καμπύλη, neaten
Обметать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бремсберг στα ελληνικά - τρέχω, πλάνη, αποκορύφωμα, επίπεδο, στάθμη, ροκάνι, κορυφή, ...
  • быль στα ελληνικά - γεγονός, αληθινή ιστορία, πραγματική ιστορία, αληθινής ιστορίας, αληθινή ιστορία που, η αληθινή ιστορία
  • властелин στα ελληνικά - ρήγας, κύριος, μετρ, βασιλιάς, αυτεξούσιος, αφέντης, χάρακας, ...
  • воздвижение στα ελληνικά - ανέγερση, πλαίσιο, σώμα, κατασκευή, πλαισιώνω, σκελετός, εξύψωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Обметать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκόνη, σκουπίζω, σαρώνω, καμπύλη, neaten