Ознаменовать στα ελληνικά
Μετάφραση: ознаменовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σημαίνω, εγκαινιάζω, βαθμός, σημειώνω, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, εγκαινιάσουν
Μεταφράσεις
- антисемитизм στα ελληνικά - αντισημιτισμό, αντισημιτισμού, του αντισημιτισμού, αντισημιτισμός, τον αντισημιτισμό
- выразительный στα ελληνικά - νευρικός, κατηγορηματικός, ευφραδής, σημαντικός, σαφής, εμφατικός, ρητός, ...
- город στα ελληνικά - πόλη, μητρόπολη, πόλης, της πόλης, την πόλη
- догадливый στα ελληνικά - καπάτσος, πανέξυπνος, τετραπέρατος, έξυπνος, έχων ετοιμότητα πνεύματος, το έξυπνο
Τυχαίες λέξεις
Ознаменовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σημαίνω, εγκαινιάζω, βαθμός, σημειώνω, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, εγκαινιάσουν
Μεταφράσεις: σημαίνω, εγκαινιάζω, βαθμός, σημειώνω, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, εγκαινιάσουν