Осиливать στα ελληνικά

Μετάφραση: осиливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφέντης, κάτω, πούπουλο, δεξιοτέχνης, κύριος, μετρ, osilivat
Осиливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • азимутальный στα ελληνικά - αζιμουθιακή, αζιμουθίον, αζιμουΟίου, αζιμουθιακού, αζιμουθιακών
  • вперить στα ελληνικά - φτιάχνω, για, για την, για τη, για το, για τις
  • высокопробный στα ελληνικά - ψιλή, αίθριος, πρόστιμο, φίνος, vysokoprobny
  • джонни στα ελληνικά - Johnny, Τζόνι, Ο Johnny, του Johnny, τον Johnny
Τυχαίες λέξεις
Осиливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφέντης, κάτω, πούπουλο, δεξιοτέχνης, κύριος, μετρ, osilivat