Λέξη: πορθμός

Σχετικές λέξεις: πορθμός

πορθμός μαγγελάνου, πορθμός ευρίπου, πορθμός του μαγγελάνου, πορθμός ευρίπου πληροφοριες, πορθμός μάλακα, πορθμός του δρεπάνου, πορθμός του γιβραλτάρ, πορθμόσ του καλαί, πορθμός πρέβεζας, πορθμός ρίου, πορθμός του ευρίπου

Συνώνυμα: πορθμός

ήχος, στενό, κανάλι, δίαυλος, αυλάκι, μέσο, αγωγός, ποταμός

Μεταφράσεις: πορθμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
strait, channel, waterway, strait of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
canal, estrecho, estrecho de, del Estrecho, el estrecho, angosta
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
meerenge, schmal, Straße, Meerenge, Enge, Taiwanstraße
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
serré, détroit, étroit, défilé, canal, détroit de, du détroit, du détroit de, le détroit de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stretto, Strait, lo stretto, stretto di, dello stretto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
filtro, estreito, Strait, estreita, passo, estreito de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kanaal, zee-engte, nauw, straat, zeestraat, Strait, straat van, enge
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пролив, проток, нужда, пролива, сторонами пролива, обе стороны пролива, стороны пролива
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sund, sundet, stredet, strede, strait
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sund, sundet, Strait, trånga, tvångs
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kapea, salmi, hankaluus, kuja, Strait, salmen, välisissä, Taiwanin välisissä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stræde, strædet, Strait, snævre
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úzký, stísněný, tíseň, těsný, průliv, úžina, Strait, průlivu, úžinu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cieśnina, bełt, cieśniny, strait, cieśninę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keskeny, tengerszoros, szoroson, a Tajvannal való, szorosban, Strait
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boğaz, dar, strait, boğazı, geçit
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
протока, нестаток, проливши, нужда, протоку, пролив, протоки
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ngushtë, ngushticë, Strait, ngushtë, i vogël
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пролив, стеснената, усмирителна, тесен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праліў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väin, väina, kitsast, väinas, väinaga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tijesan, uzan, vrata, tjesnac, Strait, tjesnacu, moreuz, tjesnacu dobiva
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sundið, Strait, Sund, óefni
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
angustus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ankštas, sąsiauris, ankšti, sąsiauryje, sąsiaurio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šaurums, jūras šaurumā, Strait, jūras šaurumu, jūras šaurums
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
теснец, теснецот, лудачка, лудачки, теснината
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strâmtoare, Strâmtoarea, strâmtă, stramtoare, Strait
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ožina, strait, ožino, prelivom, ožini
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úžina, prieliv

Στατιστικά δημοτικότητας: πορθμός

Τυχαίες λέξεις