Отдавить στα ελληνικά

Μετάφραση: отдавить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνθλίβω, συνωστισμός, ζουλώ, να πατήσουν, για να πατήσουμε πάνω, να πατήσουμε πάνω, να το βήμα σε, πρόσβαση επ
Отдавить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взбитый στα ελληνικά - χνουδωτός, αφράτος, αφράτα, αφράτο, χνουδωτό
  • герцог στα ελληνικά - δουκάτο, δούκας, δούκα, Duke, Ντιούκ, Ντιουκ
  • догнать στα ελληνικά - προσπερνώ, ξεπερνώ, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, καλύψει τη διαφορά
  • заводоуправление στα ελληνικά - εργοστάσιο, διαχείριση του εργοστασίου, εργοστάσιο διαχείρισης, τη διαχείριση του εργοστασίου, διοίκηση του εργοστασίου, διαχείριση των εργοστασίων
Τυχαίες λέξεις
Отдавить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνθλίβω, συνωστισμός, ζουλώ, να πατήσουν, για να πατήσουμε πάνω, να πατήσουμε πάνω, να το βήμα σε, πρόσβαση επ