Λέξη: σωματικά

Σχετικές λέξεις: σωματικά

σωματικά υγρά, σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα των μουσικών, σωματικά κύτταρα στο γάλα, σωματικά συμπτώματα άγχους, σωματικά συμπτώματα, σωματικά πάθη, σωματικά κύτταρα, σωματικά αέρια, σωματικά συμπτώματα κατάθλιψης

Συνώνυμα: σωματικά

σωματικώς

Μεταφράσεις: σωματικά

σωματικά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bodily, physically, body, physical, somatic

σωματικά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corpóreo, corporal, corporales, cuerpo, del cuerpo, física

σωματικά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
körperlich, leiblich, Körper, körperlichen, körperliche

σωματικά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
physique, corporel, charnel, matériel, corporelles, corporelle, corporels

σωματικά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
materiale, corporale, corporeo, fisico, corporea, del corpo

σωματικά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corpóreo, físico, corporal, corporais, corpo

σωματικά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stoffelijk, lichamelijk, lichamelijke, lichaamsfuncties, fysieke, de lichamelijke

σωματικά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
физический, полностью, телесный, всецело, вполне, целиком, отлично, лично, телесное, телесные, телесных

σωματικά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kroppslig, kroppslige, legemlig, fysisk, personskade

σωματικά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kroppslig, kroppsliga, kropps, person, kroppsskada

σωματικά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruumiillinen, ruumiin, kehon, elimistön, ruumiinvamman, ruumiillisesti

σωματικά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kropslig, kropslige, fysisk, legemlig, personskade

σωματικά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
fyzický, tělesný, tělesné, tělesná, ublížení, ublížení na

σωματικά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gremialnie, cielesny, fizjologicznie, cieleśnie, ciała, cielesne, cielesna

σωματικά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
testben, testületileg, testi, a testi, személyi, test, fizikai

σωματικά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bedensel, vücut, beden, bedeni

σωματικά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тілесний, цілком, фізичний, особисто, тілесна

σωματικά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trupor, trupore, fizikisht, fizik, trupërisht

σωματικά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
телесния, телесен, телесна, телесни, повреда, телесно

σωματικά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цялесны, целавы, цялесную

σωματικά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kehaliselt, füüsiline, kehaline, kehavigastuse, kehaliste, kehalisi, kehavigastuste

σωματικά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tjelesan, tjelesno, tjelesne, tjelesna, tjelesni

σωματικά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líkamlega, Líkamleg, líkamlegur, líkamstjóni, líkamshlutverk

σωματικά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kūno, kūniška, kūniškas

σωματικά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miesas, ķermeņa, miesas bojājumu, ķermeniskā, fizisks

σωματικά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
телесни, телесно, телесните, телесен, телесна

σωματικά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trupesc, corporal, corporale, corporală, trupească

σωματικά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
telesna, telesne, telesnih, telesno, telesni

σωματικά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fyzicky, telesný, fyzický, telesného
Τυχαίες λέξεις