Откапывать στα ελληνικά
Μετάφραση: откапывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάβω, ανακαλύπτω, σαρκασμός, κέντρισμα, ξεθάβω, νύξη, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бензоколонка στα ελληνικά - σταθμός, βενζινάδικο, πρατήριο καυσίμων, πρατήριο, πρατήριο βενζίνης, βενζινάδικα
- беспросветный στα ελληνικά - μαύρος, απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη
- возникающий στα ελληνικά - που προκύπτουν, που απορρέουν, απορρέουν, προκύπτουν, προκύπτει
- делегация στα ελληνικά - αντιπροσωπεία, αποστολή, εξουσιοδότηση, παραγγέλλω, παραγγελία, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπία, ...
Τυχαίες λέξεις
Откапывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάβω, ανακαλύπτω, σαρκασμός, κέντρισμα, ξεθάβω, νύξη, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις: σκάβω, ανακαλύπτω, σαρκασμός, κέντρισμα, ξεθάβω, νύξη, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει