Λέξη: γένεση

Σχετικές λέξεις: γένεση

γένεση εξέλιξη, γένεση γέννηση, γένεση τησ τραγωδίασ, γένεση της κύπρου, γένεση παλαιά διαθήκη, γένεση μετακινήσεων, γένεση των θεμάτων και επικράτηση της ελληνικής, γένεση βίβλος, γένεση κεφ 4, γένεση της τραγωδίας νιτσε

Συνώνυμα: γένεση

γένεσις, προέλευση, πηγή, αρχή, αναπαραγωγή, αντίγραφο

Μεταφράσεις: γένεση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
genesis, origination, incurrence, arisen, genesis of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
génesis, genesis, la génesis, el Génesis, génesis de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ursprung, schöpfungsgeschichte, genese, genesis, Entstehungsgeschichte, Genese, Genesis, Entstehung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
origine, genèse, Genesis, la Genèse, genèse de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
genesi, Genesis, la genesi, origine
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gênese, Gênesis, Genesis, génese, Génesis
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheppingsboek, genesis, Genesis, ontstaan, wordingsgeschiedenis, wording, genese
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
книга, происхождение, возникновение, генезис, Genesis, генеза, генезиса
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
genesis, Mosebok, genese, dannelsen, tilblivelse
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
genes, genesis, uppkomst, Moseboken, Första Moseboken
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
synty, syntymä, Genesis, syntyhistoria, syntyhistoriasta, Moos
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Genesis, tilblivelse, tilblivelsen, Mosebog, Første Mosebog
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
geneze, vznik, původ, Genesis, Mojžíšova, genezi
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
geneza, rodowód, genesis, Księga Rodzaju, genezy, genezę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
Genezis, Genesis, genezise, genezisét, a Genesis
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doğuş, oluşum, genesis, doğuşu, oluşumu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
походження, поставання, генезис, виникнення, генезу, генеза, ґенезу, націєтворення
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjenezë, Gjeneza, gjenezën, genesis, gjenezën e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
битие, генезис, Genesis, Битие, генезиса, произход
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
генезіс, генэза
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saamine, teke, Genesis, geneesi, geneesiga, genees
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
geneza, postanak, porijeklo, Genesis, Postanak, Knjiga Postanka, geneze
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilurð, Fyrsta bók Móse, Mósebók, upphafið, Genesis
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
genezė, Genesis, genezės, pradžia, genezę
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ģenēze, Genesis, ģenēzes, atdzimšana, ģenēzi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
генезата, Битие, генеза, настанокот, Мојсеева
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
geneză, Geneza, Genesis, genezei, de geneză
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vznik, geneze, geneza, genesis, genezo, Nastanek
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vznik, genéza, genézy
Τυχαίες λέξεις