Оторваться στα ελληνικά
Μετάφραση: оторваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκίζω, σχίζω, δάκρυ, μακριά από, από, εκτός, off, μακριά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анекдот στα ελληνικά - ιστορία, ανέκδοτο, αστείο, παραμύθι, σκέρτσο, πράγμα, το ανέκδοτο, ...
- деспотизм στα ελληνικά - τυραννία, δεσποτισμός, δεσποτισμό, δεσποτισμού, το δεσποτισμό, δεσποτεία
- добегать στα ελληνικά - φτάνω, τρέχω, Εισχωρεί, φτάνει, φθάσει, φθάνει, φτάσει
- дружина στα ελληνικά - σωματοφύλακας, γυναίκα, συγκρότημα, ακολουθία, σύμπλεγμα, σύζυγος, ομάδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Оторваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκίζω, σχίζω, δάκρυ, μακριά από, από, εκτός, off, μακριά
Μεταφράσεις: σκίζω, σχίζω, δάκρυ, μακριά από, από, εκτός, off, μακριά