Λέξη: σοσιαλιστής

Σχετικές λέξεις: σοσιαλιστής

ελευθεριακός σοσιαλιστής

Μεταφράσεις: σοσιαλιστής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
socialist, a socialist
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
socialista, socialistas, socialismo, socialista de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sozialist, Sozialist, sozialistisch, sozialistischen, sozialistische, sozialistischer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
socialiste, socialistes, socialisme, du socialisme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
socialista, socialisti, socialismo, socialiste
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
socialista, socialistas, socialismo, socialist
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
socialist, socialistisch, socialistische, de socialistische
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
социалистический, дилетант, социализм, социалист, социалистическая, социалистической, социалистическое
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sosialistisk, sosialistiske, sosialist, den sosialistiske
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
socialistisk, socialistiska, socialistiskt, socialist
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sosialisti, sosialistinen, sosialistisen, sosialistista, sosialistiset
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
socialistisk, socialistiske, socialist, Socialdemokratiske, Den socialistiske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
socialista, socialistický, socialistická, socialistické, socialistického
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
socjalistyczny, socjalista, socjalistyczna, socjalistyczne, socjalistycznej
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szocialista, a szocialista, szocializmus
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sosyalist, sosyalist bir, bir sosyalist, toplumcu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
соціаліст, соціалістичний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
socialist, socialiste, socialiste e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
социалист, социалистически, социалистическата, Социалистическа, социалистическото
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сацыяліст
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sotsialistlik, sotsialistliku, sotsialist, sotsialistlike, sotsialistlikku
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
socijalističkom, socijalist, socijalističkoj, socijalistički, Socijalistička, socijalističkog, socijalističko
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jafnaðarmaður, sósíalisti, sósíalískum, Socialist, sósíalísku, sósíalískt
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
socialistinė, socialistas, socialistinis, socialistų, socialistinės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sociālists, sociālistiskā, sociālistu, sociālisma
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Социјалистичка, социјалистичките, социјалистичката, социјалистички, социјалистичкиот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
socialist, socialiste, socialistă, socialista
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
socialista, socialist, socialistični, socialistična, socialistične, socialistično
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
socialista, socialistický, socialisticky, socialistické, socialistickú
Τυχαίες λέξεις