Оцепенение στα ελληνικά

Μετάφραση: оцепенение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγχος, αποχαύνωση, αποβλάκωση, εμβροντησία, αδράνεια, κατάπληξη, νάρκη, μούδιασμα, λήθαργος, λήθαργο
Оцепенение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бич στα ελληνικά - πληγή, μαστιγώνω, λοιδορώ, νικώ, δάρτης, μαστίζω, καρκίνος, ...
  • волкодав στα ελληνικά - Wolfhound
  • воспаленный στα ελληνικά - θυμωμένος, ευέξαπτος, οξύθυμος, οργισμένος, φλεγμονή, με φλεγμονή, φλεγμονώδεις, ...
  • вышина στα ελληνικά - ύψος, λόφος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
Τυχαίες λέξεις
Оцепенение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγχος, αποχαύνωση, αποβλάκωση, εμβροντησία, αδράνεια, κατάπληξη, νάρκη, μούδιασμα, λήθαργος, λήθαργο