Λέξη: γόνατο

Σχετικές λέξεις: γόνατο

γόνατο μηνίσκος, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο του δρομέα, γόνατο ανατομία, γόνατο των δρομέων - σύνδρομο λαγονοκνημιαίας ταινίας, γόνατο χονδροπάθεια, γόνατο πόνος, γόνατο κρακ, γόνατο παθήσεις, πόνος στο γόνατο

Συνώνυμα: γόνατο

γόνυ

Μεταφράσεις: γόνατο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
knee, the knee, strut
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rodilla, hinojo, codo, la rodilla, de rodilla, rodillas, de la rodilla
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knie, Knie, Knies, Knie-
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coude, genou, genoux, du genou, le genou, au genou
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ginocchio, del ginocchio, al ginocchio, ginocchia, di ginocchio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
joelho, amassar, do joelho, joelhos, no joelho, de joelho
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
knie, de knie, knieën, knie-
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подкос, колено, полураскос, коленка, кница, наколенник, колена, коленного, коленный, колен
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kne, kneet, i kneet, kneet de, knær
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knä, knäet, knät, knän, knäleds
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
etupolvi, polvi, polven, knee, Polvi-, polvea
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knæ, knæet, knæ-
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
koleno, kolínko, kolena, kolenní, kolenního, kolenního kloubu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kolanko, kolano, kolana, kolan, kolanowego, stawu kolanowego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
térd, térdét, a térd, térd-, térde
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
diz, dizinden, dizine
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
місить, коліно, коліна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gju, në gju, gju i, gjurit, gjurin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коляно, колено, коляното, на коляното, коляното на, коленете
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калена, племя, калене, калені
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põlv, põlve, põlveliigese, põlve-, põlvele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
klečati, koljeno, koljena, za koljena, do koljena, koljenu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kné, hné, hnéð, hnénu, að hné
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
genu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kelis, kelio, kelių, kelio sąnario, iki kelių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
celis, ceļa, ceļgala, ceļa locītavas, ceļgalu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
коленото, колено, на коленото, Проблематичното колено, колената
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
genunchi, genunchiului, la genunchi, genunchiul, de genunchi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koleno, kolena, knee, kolen, kolenski
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koleno, kolená

Στατιστικά δημοτικότητας: γόνατο

Τυχαίες λέξεις