Ошпаривать στα ελληνικά
Μετάφραση: ошпаривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бензохранилище στα ελληνικά - δεξαμενή, benzohranilische
- девятка στα ελληνικά - εννέα, εννιά, των εννέα, από εννέα
- деликатно στα ελληνικά - ωραία, όμορφα, Εξαιρετική, καλά, πολύ καλά
- дублер στα ελληνικά - διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, αντικαταστάτης, αντικαταστάτης ηθοποιού, understudy, ηθοποιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Ошпаривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Μεταφράσεις: ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της