Λέξη: μερικοί

Σχετικές λέξεις: μερικοί

μερικοί άνθρωποι δεν θα έπρεπε να γίνονται γονείς, μερικοί το προτιμούν καυτό, μερικοί το προτιμούν ηλεκτρονικό, μερικοί άνθρωποι είναι γραφτό να είναι μαζί, μερικοί το προτιμούν ηλεκτρονικό (1986), μερικοί το προτιμούν κρύο full, μερικοί το προτιμούν κρύο alpha, μερικοί το προτιμούν κρύο 1962, μερικοί το προτιμούν κρύο

Συνώνυμα: μερικοί

κάμποσος, τινές, κάποιος

Μεταφράσεις: μερικοί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
some, few, a few, several, some of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alguno, cierto, algunos, algunas, algún, algo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
um, etwa, irgendein, nahezu, manche, einige, ungefähr, gegen, einigen, Teil, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
certain, plusieurs, des, un, quelques-uns, quelques, environ, légèrement, quelconque, approximativement, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alquanti, uno, qualche, alcuno, alcuni, certo, circa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alguma, algum, alguns, alguém, aproximadamente, somália, algumas, cerca, uma
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
iemand, enigszins, circa, plusminus, ongeveer, sommige, enkele, enig, zowat, enige, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
некоторые, несколько, некоторый, одни, немного
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
noen, litt, noe, en, enkelte
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
någon, några, vissa, del, en del
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yks, joku, noin, erinäinen, jotkut, joitakin, joissakin, jotkin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lidt, nogle, visse, vis, noget, en vis
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
několik, nějaký, nějakou, kterýsi, jeden, jistý, trochu, jakýsi, některý, někteří, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
część, jakiś, trochę, około, kilka
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
néhány, némi, némely, némileg, valami, bizonyos, Egyes, valamilyen
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabir, etrafına, etrafında, birkaç, bazı, biraz, bir, bazıları
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трохи, якісь, якась, одні, трішки, якесь, дещо, сом, деякі, деяких, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
disa, ca, një, disa të, pjesë, ndonjë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
малко, някакъв, някой, около, някои
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
троху, трошку, некаторыя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõned, mõningaid, teatud, mõnede, umbes
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neko, poneko, oko, otprilike, približno, donekle, neke, neki, neki su, su neki, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einhver, sumir, sum, nokkrar, sumum, nokkrum
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
nonnullus, aliquot, aliqui
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maždaug, apie, dalis, šiek tiek, keletas, kai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gandrīz, aptuveni, daži, dažas, dažus, dažiem, dažu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
некои, некој, неколку, одредени, на некои
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aproximativ, unii, unele, un, o, ceva
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kakšen, nekaj, nekateri, nekatere, nekatera, nekaterih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trochu, nejaký, niektorí, niektoré, niektorých

Στατιστικά δημοτικότητας: μερικοί

Τυχαίες λέξεις