Парковать στα ελληνικά
Μετάφραση: парковать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авария στα ελληνικά - ρήξη, ζημιά, πάταγος, βλάπτω, ατύχημα, προσκρούω, θύμα, ...
- благодать στα ελληνικά - άφθονος, παράδεισος, πολλοί, αφθονία, πολλά, συρροή, χάρη, ...
- грэхем στα ελληνικά - Graham, Ο Graham, Γκράχαμ, του Graham
- денье στα ελληνικά - αρνητής, denier, ντενιέ, denier περίπου
Τυχαίες λέξεις
Парковать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Μεταφράσεις: πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης